σούγλιασμα

σούγλιασμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σούγλιασμα" в других словарях:

  • σούγλιασμα — το, Ν βλ. σούβλισμα …   Dictionary of Greek

  • σούβλισμα — και σούγλιασμα, το, Ν [σουβλίζω / σουγλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα τού αρνιού») 2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»