σούγλιασμα
Смотреть что такое "σούγλιασμα" в других словарях:
σούγλιασμα — το, Ν βλ. σούβλισμα … Dictionary of Greek
σούβλισμα — και σούγλιασμα, το, Ν [σουβλίζω / σουγλίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουβλίζω, πέρασμα στη σούβλα («το σούβλισμα τού αρνιού») 2. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπισμός, παλούκωμα … Dictionary of Greek